- ἐλαϊστήρ
- ἐλᾱ-ϊστήρ, ῆρος, and [suff] ἐλᾱ-ιστής, οῦ, ὁ,A olive-gatherer, Poll.7.146, 10.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαιστῆρας — ἐλαιστήρ olive gatherer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)